ἀλφεσίβοιον

ἀλφεσίβοιον
ἀλφεσίβοιος
bringing in oxen
masc acc sg
ἀλφεσίβοιος
bringing in oxen
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλφεσίβοιος — ἀλφεσίβοιος, α, ον (Α) 1. αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια 2. φρ. «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους πολλά βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες «ὕδωρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”